- δίζησις
- δίζησις, εως, ἡ,A inquiry, Parm.1.33,4.2, Orph.Fr.333 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διζήσιος — δίζησις inquiry fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίζησι — δίζησις inquiry fem voc sg δί̱ζησι , δίζω to be in doubt pres subj mp 2nd sg (epic) δί̱ζησι , δίζω to be in doubt pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίζηση — η (Α δίζησις) [δίζημαι] νεοελλ. «διζήσεως ευεργέτημα» το δικαίωμα τού εγγυητή να αρνηθεί την καταβολή οφειλής μέχρις ότου ο δανειστής προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση εναντίον τού πρωτοφειλέτη αρχ. έρευνα, ανάκριση, εξέταση … Dictionary of Greek
διζήσηι — διζήσῃ , δίζημαι seek out fut ind mid 2nd sg δίζησις inquiry fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διζήσῃ — δίζημαι seek out fut ind mid 2nd sg διζήσηι , δίζησις inquiry fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)